- χειροσίφωνον
- χειρο-σίφωνον, τό, Handspritze
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειροσίφωνον — τὸ, Μ μικρός σωλήνας με τον οποίο εκτοξευόταν το υγρό πυρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σιφώνιον, υποκορ. τού σίφων, ωνος] … Dictionary of Greek